Γράφει η Χριστίνα Μαλιαρίτη
Τα πράγματα ήταν έτσι από πάντα, όσα έβλεπα πιο πολύ με άγγιζαν παρά με κοίταζαν. Στην πόλη ήταν νύχτα, πάντα μου έλεγε η μάνα μου να μην τριγυρίζω νύχτα αλλά και τι κατάλαβα μέχρι τώρα που τριγύριζα με το φως; Ο κόσμος μου έδειχνε το σκληρό του πρόσωπο, αυτό που προσφέρει η ξεκούραση της νύχτας, αυτή η αυτοπεποίθηση και η σιγουριά που γεννιέται στους ανθρώπους με τον ύπνο. Αυτές είναι που γεννούν στους ανθρώπους -μαζί με άλλα- την υπεροψία που κι αυτή με την σειρά της γεννά την κακία. Γεννιέται, λοιπόν, κι αυτή με τον ύπνο, άλλος ένας κρίκος αυτής της τόσο τρομακτικής αλυσίδας. Ο ύπνος ξεκουράζει κι είσαι έπειτα έτοιμος και πανέτοιμος να πατήσεις, να σπρώξεις, ν' αποστρέψεις, να πληγώσεις. Όσα πρέπει να κάνεις δηλαδή για να μην σε καταπιούν. Την νύχτα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι την νύχτα, ήταν γλυκείς και μαλακοί, δύο πράγματα που βρίσκεις μονάχα σε κουρασμένα μάτια.
Περπάταγα στην νυχτερινή Αθήνα, ένα θέατρο σχόλαγε, έβγαιναν από μέσα δεκάδες οι άνθρωποι πιασμένοι αγκαζέ ή χέρι-χέρι, έκανε κρύο, πως να τ' αντέξει κανείς μόνος;
Είχα σταθεί στην άκρη και τον κοίταζα πως κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της παράστασης, ο θόρυβος απ'τον μεγάλο δρόμο κάπου στην άκρη του μυαλού μου να με απασχολεί κι οι περαστικοί να μου ρίχνουν μια ύποπτη ματιά καθώς βιάζονταν να φύγουν.
Είχα φτάσει εδώ, εδώ που τις τελευταίες πέντε νύχτες τον πετύχαινα. Σήμερα στάθηκα για λίγο να τον παρατηρήσω, ίσως το πρόσωπό του να κοσμούσε το επόμενο ποίημά μου. Δεν τον ήξερα, μα άλλωστε, όλα μου τα ποιήματα δεν ήταν για ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ; Ίσως γιατί μονάχα αυτοί παραμένουν αναλλοίωτοι, μονάχα αυτοί παραμένουν τέλειοι, όλοι οι άλλοι εκφυλίζονται κάπου στην πορεία, χάνουν την λάμψη τους, ξεφτίζει η μαγεία. Κι αυτό, είναι αλήθεια, με φοβίζει λίγο γιατί αυτούς που αγάπησες κάπως έτσι τους χάνεις εν τέλει γιατί αυτοί πάντα αλλάζουν. Κι είναι τρομακτικό γιατί αν το καλοσκεφτείς, κάπως έτσι μένεις μόνος, τίποτα δεν σε γεμίζει. Ή, ακόμα χειρότερα, όλα σε αδειάζουν αφού κάποτε σε γέμιζαν. Γι' αυτό, λέω, καλύτερα που δεν σε ξέρω και δεν θα επιδιώξω να σε μάθω, γιατί μου φτάνουν τα έντονα σκούρα μάτια σου που με κοιτάνε μπροστά απ' την μισάνοιχτη πόρτα του θεάτρου γιατί αν σε μάθω, κάποια μέρα ίσως χαθείς, να μην είσαι εσύ πια και δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω άλλη μια τέτοια απομυθοποίηση, άλλη μια τέτοια πτώση.
Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Αυτές οι σκέψεις δεν σε καταδικάζουν σ' αιώνια μοναξιά;
Άκουσα μέσα στο κεφάλι μου την φωνή της Μαρίας. Μ' αυτήν την λογική θα είσαι πάντα μόνη. Δεν θυμάμαι τι της απάντησα όμως το ξέρω πως έχει δίκιο. Για όλα αυτά ίσως να έφταιγε αυτή η ψυχρότητα, αυτή η αδιαφορία που είχε να επιδείξει ο κόσμος, το 'νιωθα πως μ' είχαν αρπάξει και μ' είχαν συνθλίψει στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Ίσως εγώ να 'μαι ο χαμένος. Σκέφτηκα. Και ήταν αλήθεια αυτό τελικά. Κοίτα να δεις...Όλοι αυτοί που ποδοπάτησαν την ψυχή μου είχαν νικήσει. Είχα γίνει ίδιος γκρίζος άνθρωπος μ' αυτούς που δεν μπορούσαν να χαρίσουν ένα τόσο δα χαμόγελο. Με είχαν νικήσει. Δεν μπορούσα να απλώσω στον κόσμο λίγο φως, δεν ήθελα να ανοίξω την ψυχή μου, είχα γίνει θύμα ενός πόνου που οι άλλοι μου φύτεψαν. Σαν σφαίρα. Η Κατερίνα καλά το είχε γράψει: «Ποτέ δεν σημαδεύουνε τα πόδια, το μυαλό ειν' ο στόχος. Τον νου σου, ε;». Πόσο δίκιο είχε...Έτσι την φαντάζομαι κι αυτήν πως περπατούσε τις νύχτες στην Αθήνα, άραγε να είχε σχεδιάσει μήνες πριν την αυτοκτονία; Ποιος ξέρει...
Όλα είχαν γυρίσει ανάποδα αυτήν την νύχτα κι όλα ήταν στη θέση τους. Είχα αντικρίσει επιτέλους την αλήθεια. Ήμουν πλέον ελεύθερη να σχεδιάζω την ζωή μου.
Και κάπου εκεί ανάμεσα στις συνειδητοποιήσεις και τα ερωτηματικά, μπροστά απ' τα δέντρα του πάρκου κι ανάμεσα στον θόρυβο απ' τα αυτοκίνητα σε είδα να περπατάς στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το κασκόλ σου ανέμιζε στον αέρα κι η ανάσα σου σχημάτιζε σύννεφα στην κρύα νύχτα. Με κοίταζες. Κι είχε το βλέμμα σου κάτι έντονο, βαθύ και αληθινό, πίστεψα για μια στιγμή στον κεραυνοβόλο έρωτα. Αλλά σύντομα θυμήθηκα που οδηγεί όλο αυτό-
συνήθειες χρόνων, πως να σωπάσουν σε μια νύχτα;- και τα φτερά της καχυποψίας ήρθαν και κάθισαν πάλι στους ώμους μου. Αλλά το βλέμμα σου ήταν εκεί σταθερό με μια σπίθα οικειότητας, πέρασες την διάβαση κι εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήρθες μπροστά μου με τα μάτια σου ν' αστράφτουν, τα μαλλιά σου έπεφταν στο μέτωπο κι ένα τσιγάρο πέρναγε μέσα απ'τα δάχτυλά σου. Για μια στιγμή ο κόσμος σταμάτησε κι ύστερα πέρασες από δίπλα μου και χάθηκες στην νύχτα. Ίσως υπάρχει ελπίδα σ' αυτόν τον κόσμο όσο υπάρχουν τέτοια βλέμματα. Σκέφτηκα. Ίσως αυτός ο κόσμος να μην ήταν ένα ατελείωτο πεδίο αδιαφορίας και σκληρότητας, ίσως κάπου μέσα σ'αυτόν τον βούρκο της πόλης να υπήρχαν μικρά ψήγματα από φως-άνθρωποι- που έσκιζαν την λάσπη. Ίσως ο μόνος τρόπος για να τα δεις να ήταν να πειστείς στ' αλήθεια πως υπάρχουν ή να απελπιστείς αρκετά για να τα αντικρίσεις. Εγώ δεν ήξερα από ποια πλευρά κοίταζα. Το βλέμμα εκείνο με είχε ταράξει, δεν ήξερα γιατί. Ήξερα μόνο πως ξαφνικά είχε γεννηθεί μια ελπίδα. Μονάχα μια μικρή ελπίδα. Και κάπως έτσι η ταραχή είχε τουλάχιστον μια δικαιολογία.
Ακολούθησε τη Χριστίνα:
Facebook: @Χριστίνα Μαλιαρίτη
Ακολούθησε το blog μας:
Facebook: @Δημοσιογραφική αναταραχή
Instagram: @dimosiografiki_anataraxi
Τα πράγματα ήταν έτσι από πάντα, όσα έβλεπα πιο πολύ με άγγιζαν παρά με κοίταζαν. Στην πόλη ήταν νύχτα, πάντα μου έλεγε η μάνα μου να μην τριγυρίζω νύχτα αλλά και τι κατάλαβα μέχρι τώρα που τριγύριζα με το φως; Ο κόσμος μου έδειχνε το σκληρό του πρόσωπο, αυτό που προσφέρει η ξεκούραση της νύχτας, αυτή η αυτοπεποίθηση και η σιγουριά που γεννιέται στους ανθρώπους με τον ύπνο. Αυτές είναι που γεννούν στους ανθρώπους -μαζί με άλλα- την υπεροψία που κι αυτή με την σειρά της γεννά την κακία. Γεννιέται, λοιπόν, κι αυτή με τον ύπνο, άλλος ένας κρίκος αυτής της τόσο τρομακτικής αλυσίδας. Ο ύπνος ξεκουράζει κι είσαι έπειτα έτοιμος και πανέτοιμος να πατήσεις, να σπρώξεις, ν' αποστρέψεις, να πληγώσεις. Όσα πρέπει να κάνεις δηλαδή για να μην σε καταπιούν. Την νύχτα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι την νύχτα, ήταν γλυκείς και μαλακοί, δύο πράγματα που βρίσκεις μονάχα σε κουρασμένα μάτια.
Περπάταγα στην νυχτερινή Αθήνα, ένα θέατρο σχόλαγε, έβγαιναν από μέσα δεκάδες οι άνθρωποι πιασμένοι αγκαζέ ή χέρι-χέρι, έκανε κρύο, πως να τ' αντέξει κανείς μόνος;
Είχα σταθεί στην άκρη και τον κοίταζα πως κάπνιζε το τελευταίο τσιγάρο της παράστασης, ο θόρυβος απ'τον μεγάλο δρόμο κάπου στην άκρη του μυαλού μου να με απασχολεί κι οι περαστικοί να μου ρίχνουν μια ύποπτη ματιά καθώς βιάζονταν να φύγουν.
Είχα φτάσει εδώ, εδώ που τις τελευταίες πέντε νύχτες τον πετύχαινα. Σήμερα στάθηκα για λίγο να τον παρατηρήσω, ίσως το πρόσωπό του να κοσμούσε το επόμενο ποίημά μου. Δεν τον ήξερα, μα άλλωστε, όλα μου τα ποιήματα δεν ήταν για ανθρώπους που δεν γνώρισα ποτέ; Ίσως γιατί μονάχα αυτοί παραμένουν αναλλοίωτοι, μονάχα αυτοί παραμένουν τέλειοι, όλοι οι άλλοι εκφυλίζονται κάπου στην πορεία, χάνουν την λάμψη τους, ξεφτίζει η μαγεία. Κι αυτό, είναι αλήθεια, με φοβίζει λίγο γιατί αυτούς που αγάπησες κάπως έτσι τους χάνεις εν τέλει γιατί αυτοί πάντα αλλάζουν. Κι είναι τρομακτικό γιατί αν το καλοσκεφτείς, κάπως έτσι μένεις μόνος, τίποτα δεν σε γεμίζει. Ή, ακόμα χειρότερα, όλα σε αδειάζουν αφού κάποτε σε γέμιζαν. Γι' αυτό, λέω, καλύτερα που δεν σε ξέρω και δεν θα επιδιώξω να σε μάθω, γιατί μου φτάνουν τα έντονα σκούρα μάτια σου που με κοιτάνε μπροστά απ' την μισάνοιχτη πόρτα του θεάτρου γιατί αν σε μάθω, κάποια μέρα ίσως χαθείς, να μην είσαι εσύ πια και δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω άλλη μια τέτοια απομυθοποίηση, άλλη μια τέτοια πτώση.
Γύρισα την πλάτη μου κι έφυγα. Αυτές οι σκέψεις δεν σε καταδικάζουν σ' αιώνια μοναξιά;
Άκουσα μέσα στο κεφάλι μου την φωνή της Μαρίας. Μ' αυτήν την λογική θα είσαι πάντα μόνη. Δεν θυμάμαι τι της απάντησα όμως το ξέρω πως έχει δίκιο. Για όλα αυτά ίσως να έφταιγε αυτή η ψυχρότητα, αυτή η αδιαφορία που είχε να επιδείξει ο κόσμος, το 'νιωθα πως μ' είχαν αρπάξει και μ' είχαν συνθλίψει στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. Ίσως εγώ να 'μαι ο χαμένος. Σκέφτηκα. Και ήταν αλήθεια αυτό τελικά. Κοίτα να δεις...Όλοι αυτοί που ποδοπάτησαν την ψυχή μου είχαν νικήσει. Είχα γίνει ίδιος γκρίζος άνθρωπος μ' αυτούς που δεν μπορούσαν να χαρίσουν ένα τόσο δα χαμόγελο. Με είχαν νικήσει. Δεν μπορούσα να απλώσω στον κόσμο λίγο φως, δεν ήθελα να ανοίξω την ψυχή μου, είχα γίνει θύμα ενός πόνου που οι άλλοι μου φύτεψαν. Σαν σφαίρα. Η Κατερίνα καλά το είχε γράψει: «Ποτέ δεν σημαδεύουνε τα πόδια, το μυαλό ειν' ο στόχος. Τον νου σου, ε;». Πόσο δίκιο είχε...Έτσι την φαντάζομαι κι αυτήν πως περπατούσε τις νύχτες στην Αθήνα, άραγε να είχε σχεδιάσει μήνες πριν την αυτοκτονία; Ποιος ξέρει...
Όλα είχαν γυρίσει ανάποδα αυτήν την νύχτα κι όλα ήταν στη θέση τους. Είχα αντικρίσει επιτέλους την αλήθεια. Ήμουν πλέον ελεύθερη να σχεδιάζω την ζωή μου.
Και κάπου εκεί ανάμεσα στις συνειδητοποιήσεις και τα ερωτηματικά, μπροστά απ' τα δέντρα του πάρκου κι ανάμεσα στον θόρυβο απ' τα αυτοκίνητα σε είδα να περπατάς στο απέναντι πεζοδρόμιο. Το κασκόλ σου ανέμιζε στον αέρα κι η ανάσα σου σχημάτιζε σύννεφα στην κρύα νύχτα. Με κοίταζες. Κι είχε το βλέμμα σου κάτι έντονο, βαθύ και αληθινό, πίστεψα για μια στιγμή στον κεραυνοβόλο έρωτα. Αλλά σύντομα θυμήθηκα που οδηγεί όλο αυτό-
συνήθειες χρόνων, πως να σωπάσουν σε μια νύχτα;- και τα φτερά της καχυποψίας ήρθαν και κάθισαν πάλι στους ώμους μου. Αλλά το βλέμμα σου ήταν εκεί σταθερό με μια σπίθα οικειότητας, πέρασες την διάβαση κι εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ήρθες μπροστά μου με τα μάτια σου ν' αστράφτουν, τα μαλλιά σου έπεφταν στο μέτωπο κι ένα τσιγάρο πέρναγε μέσα απ'τα δάχτυλά σου. Για μια στιγμή ο κόσμος σταμάτησε κι ύστερα πέρασες από δίπλα μου και χάθηκες στην νύχτα. Ίσως υπάρχει ελπίδα σ' αυτόν τον κόσμο όσο υπάρχουν τέτοια βλέμματα. Σκέφτηκα. Ίσως αυτός ο κόσμος να μην ήταν ένα ατελείωτο πεδίο αδιαφορίας και σκληρότητας, ίσως κάπου μέσα σ'αυτόν τον βούρκο της πόλης να υπήρχαν μικρά ψήγματα από φως-άνθρωποι- που έσκιζαν την λάσπη. Ίσως ο μόνος τρόπος για να τα δεις να ήταν να πειστείς στ' αλήθεια πως υπάρχουν ή να απελπιστείς αρκετά για να τα αντικρίσεις. Εγώ δεν ήξερα από ποια πλευρά κοίταζα. Το βλέμμα εκείνο με είχε ταράξει, δεν ήξερα γιατί. Ήξερα μόνο πως ξαφνικά είχε γεννηθεί μια ελπίδα. Μονάχα μια μικρή ελπίδα. Και κάπως έτσι η ταραχή είχε τουλάχιστον μια δικαιολογία.
Ακολούθησε τη Χριστίνα:
Facebook: @Χριστίνα Μαλιαρίτη
Ακολούθησε το blog μας:
Facebook: @Δημοσιογραφική αναταραχή
Instagram: @dimosiografiki_anataraxi
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου